24/004 Greek Word – κουνουπίδι = cauliflower…
… but on overhearing two young gentlemen in conversation, I learnt that κουνουπίδι as in έγινα κουνουπίδι means “I got hammered” ie very drunk. The discussion became livelier when one of them described his inebriation as έγινα κωλοτρυπίδι, an unlisted variant of κωλοτρυπίδα (literally arsehole). The best English equivalents I can think of are “shit-faced” and “rat-arsed”
www.slang.gr offers “Ο γελοίος και σιχαμένος καραγκιόζης, ο μαλάκας, ο νταλάρας. Κατά το αγγλοσαξωνικό asshole” as the first definition, and this as the second: Ο υπερβολικά μεθυσμένος.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ – Example
– Τι να σου πω ρε ‘συ; Τίποτα δεν θυμάμαι από χτες το βράδυ. Κατά τις 2 είχα γίνει κωλοτρυπίδι. Π;vς [sic] κατέληξα γυμνός στο ψαροκάικο και να με παίρνει το ρεύμα στα ανοιχτά, ούτε που ξέρω! = What can I say! I can’t remember a thing about last night, By about 2, I was rat-arsed, ending up naked on a small fishing boat and being carried out to god-knows-where by the current.