Ξυλάγγουρο = an Armenian cucumber. God knows what that is. Bigger than a gherkin but smaller than a standard cucumber. A synonym is αντζούρι.
However, ξυλάγγουρο is used mainly as an insult with two basic meanings. 1) A tall, thin awkward person, and 2) someone who is thick and uneducated. Regarding the first definition, I asked my mates if the expression “long streak of pish” is still used in Glasgow to describe someone who is tall, thin and socially awkward. Apparently, it is dying out. Nonetheless, it is a good translation of ξυλάγγουρο.
As usual, we can rely on www.slang.gr to go the extra mile:
“Η υπερβολικά αγγούρω, δηλαδή η ψηλόλιγνη σαν λελέκι, αλλά και άκαμπτη, μη ελαστική γκόμενα. Η λεβεντομούνα με την χειρότερη δυνατή έννοια. Δηλαδή δεν είναι ούτε καν σαν αγγούρι, είναι σαν τον καρπό της ξυλαγγουριάς, που είναι ακόμη πιο άκαμπτος και άνοστος. Επίσης, ο αγράμματος που θεωρείται άχρηστος άνθρωπος, κατά το «ξύλο απελέκητο». Κατά τον Ιησού, από εδώ προκύπτει το τσιτσιφλάγγουρο. Αμφιβάλλω, αλλά μην τα βάλω και με θεό, το πολύ πολύ να τα βάλω με ημίθεο, αλλά μέχρι εκεί.”
Modesty prevents me from translating it. That’s not true – I can’t be arsed. It’s great fun, though. Enjoy.